Το Διοικητικό Δικαστήριο έχει αισίως συμπληρώσει πέντε χρόνια λειτουργίας. Η αποτίμηση της λειτουργίας του έχει πολλές παραμέτρους. Στο παρόν σημείωμα περιλαμβάνονται ορισμένες παρατηρήσεις ποσοτικής έρευνας και μόνο. Η συστηματική ανάλυση ποιοτικών χαρακτηριστικών θα γίνει σε επιμέρους σημειώματα. Εντούτοις, τα ποσοτικά χαρακτηριστικά κάθε άλλο παρά είναι αμελητέα. Η αξιοποίηση των εργαλείων ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας είναι ακόμα σπάνια στην κυπριακή δικαστηριακή έρευνα, στην οποία επικρατεί ακόμα η λογική του black letter law. Εντούτοις, η χρήση της σε άλλα δικαστηριακά συστήματα φανερώνει τη σημασία της.
Ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις είναι αναγκαίες. Τα ποσοτικά στοιχεία που παρατίθενται πιο κάτω συλλέχθηκαν στη βάση των αποφάσεων ως είναι καταχωρημένες στη διαδικτυακή πλατφόρμα cylaw και αφορούν στα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Περιλαμβάνουν τα ποσοστά επιτυχίας (ακύρωσης) και αποτυχίας (απόρριψης) προσφυγών ενώπιον των δικαστών του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν έχουν συμπεριληφθεί στην ανάλυση ποσοτικά στοιχεία που αφορούν σε ενδιάμεσες αιτήσεις, αλλά αποκλειστικά σε τελική έκβαση της προσφυγής. Οπωσδήποτε τα ποσοστά δεν αποδίδουν επομένως ποσοστά επιτυχίας ανά καταχωρηθείσα προσφυγή, αλλά ανά εκδικασθείσα υπόθεση. Είναι σαφές ότι σημαντικός αριθμός προσφυγών αποσύρεται προτού φθάσει στο στάδιο της απόφασης, ενώ είναι προφανές ότι υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες διοικητικές αποφάσεις που ουδέποτε προσβάλλονται ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Συνεπώς, η ποσοτική ανάλυση δεν αποδίδει ποσοστά ακυρότητας ανά διοικητική πράξη ή ανά προσφυγή, αλλά αποκλειστικά ανά επιδικασθείσα υπόθεση στην οποία εκδόθηκε τελική απόφαση. Σημειώνεται ότι προσφυγές στις οποίες υπήρξε μερική ακύρωση, προσμετρήθηκαν ως επιτυχείς.
Για λειτουργικούς σκοπούς έχει ληφθεί υπόψη ο αριθμός αποφάσεων που εκδόθηκαν και όχι ο αριθμός υποθέσεων. Κατά συνέπεια συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στις οποίες εκδόθηκε μια απόφαση, προσμετρούνται ως μια ενιαία απόφαση. Κατ’ εξαίρεση μεμονωμένες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στις οποίες άλλες προσφυγές υπήρξαν επιτυχείς και άλλες απορρίφθηκαν, προσμετρήθηκαν ως μια επιτυχής και μια απορριφθείσα απόφαση. Τα στατιστικά που παρατίθενται δεν θα μεταβάλλονταν με διαφορετική αξιοποίηση των μεμονωμένων αυτών αποφάσεων.
Για σκοπούς διεξαγωγής της παρούσας έρευνας υπήρξε ανεκτίμητη η συνδρομή της Άντριας Αντρέου, την οποία ευχαριστώ και εδώ.
Πίνακας που δείχνει το ποσοστό επιτυχίας προσφυγών σε δικαστικές αποφάσεις ανά δικαστή
Συνεπώς ο μέσος όρος επιτυχίας των προσφυγών που εκδικάστηκαν και εκδόθηκε απόφαση σε τελικό βαθμό είναι κοντά στο 44%, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό που επιβεβαιώνει ότι οι δικηγόροι που ασχολούνται με διοικητικό δίκαιο δεν προωθούν κατά κανόνα μέχρι τέλους προσφυγές που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας. Η πιο ‘ακυρωτική’ δικαστής είναι η Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία στην πενταετία έχει εκδώσει ακυρωτικές αποφάσεις στο 54% περίπου των προσφυγών και ακολουθούν οι δικαστές Σεραφείμ και Ζερβού με 50% περίπου ακυρωτικές αποφάσεις. Αντιθέτως η δικαστής Γαβριήλ έχει εκδώσει ακυρωτικές αποφάσεις σε ποσοστό μόλις 31% περίπου και η δικαστής Μιχαήλ σε ποσοστό 36% περίπου. Προφανώς, τα ποσοστά δεν συνεπάγονται οποιαδήποτε ένδειξη ως προς την ορθότητα οποιασδήποτε απόφασης, αλλά απλώς δείχνουν μια τάση, η οποία στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έρευνας θα μπορούσε να αποτυπωθεί ανά κατηγορία υποθέσεων.
Πίνακας που δείχνει τον συνολικό αριθμό επιτυχών και απορριφθεισών προσφυγών σε δικαστικές αποφάσεις ανά δικαστή (ο πρώτος αριθμός δείχνει τις επιτυχείς προσφυγές, ο δεύτερος τις απορριφθείσες και ο τρίτος τις συνολικές)
Σε γενικές γραμμές το Διοικητικό Δικαστήριο είναι αρκετά παραγωγικό. Οπωσδήποτε ο αριθμός των τελικών αποφάσεων που εκδίδονται δεν μπορεί να κριθεί μονοδιάστατα, εφόσον δεν είναι κατ’ ανάγκη ίδια η δυσκολία κάθε υπόθεσης και κατά συνέπεια το ποσοτικό κριτήριο δεν είναι αποφασιστικό. Εντούτοις, προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι το Δικαστήριο ως σύνολο εκδίδει ένα σημαντικό αριθμό αποφάσεων κατ’ έτος, με τις τελικές αποφάσεις να ανέρχονται σε μέσο όρο 70 κατ’ έτος ανά δικαστή στο πρώτο έτος λειτουργίας και πλησίον των 85 κατ’ έτος ανά δικαστή το 2019. Παρά τις δυσκολίες που επέφερε η πανδημία στη λειτουργία των δικαστηρίων, ο αριθμός αποφάσεων παρέμεινε στις 80 κατ’ έτος ανά δικαστή και το 2020. Συνεπάγεται ότι έκαστος δικαστής εκδίδει κατά τη διάρκεια της πενταετίας σχεδόν μια τελική απόφαση ανά 2-2.5 ημέρες δικαστικού χρόνου, ποσοστό που, συνυπολογίζοντας και τις ενδιάμεσες αποφάσεις που αναπόφευκτα εκδίδει έκαστος δικαστής, είναι ιδιαίτερα υψηλό και δείχνει την αξία της συγκρότησης του Διοικητικού Δικαστηρίου από εξειδικευμένους και καταρτισμένους στο αντικείμενο δικαστές.